κλεφτά

κλεφτά
επίρρ. βλ. κλεφτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλεφτοκόβω — (για φρούτα κ.λπ.) κόβω κάτι κλεφτά, κρυφά, κλέβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεφτά + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • κλεφτός — και κλεπτός ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος 2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά 3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»). επίρρ... κλεφτά (Μ κλεφτῶς) 1. με τον τρόπο τού κλέφτη,… …   Dictionary of Greek

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • ζούλα — η 1. κατσίκα, προβατίνα 2. κλοπή, κλεψιά, υπεξαίρεση («έχει τρελάνει το αφεντικό του στη ζούλα») 3. μυστικότητα 4. κρυψώνας, κρύπτη 5. φρ. «στη ζούλα» μυστικά, κρυφά, κλεφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη δεύτερη σημασία, υποχωρητικό παράγ. τού ρ. ζουλώ*] …   Dictionary of Greek

  • κλέβδην — κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλέπ δην με ηχηροποίηση τού π προ τού ηχηρού δ < θ. κλεπ τού κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • κλεπτικός — ή, ό (Α κλεπτικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον κλέφτη, ο επιρρεπής ή επιδέξιος στο κλέψιμο, ο κλέφτικος αρχ. 1. λογοκλοπικός, αυτός που αναφέρεται σε λογοκλόπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κλεπτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κλοπής, η… …   Dictionary of Greek

  • κλεφτάτος — η, ο αυτός που γίνεται στα κλεφτά, κρυφός. επίρρ... κλεφτάτα με τον τρόπο τού κλέφτη, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης ή < κλεφτός + κατάλ. άτος (πρβλ. αφρ άτος, μουσ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • πατάσσω — ΝΜΑ χτυπώ κάποιον δυνατά (α. «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ...» β. «τὸν ἄρχοντα... ἐὰν μὲν ἐστεφανωμένον πατάξῃς ἢ κακῶς εἴπης, ἄτιμος», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. τιμωρώ αυστηρά («θα παταχθούν οι ταραξίες») 2. ταλαιπωρώ, βασανίζω («κρουφά κλεφτά την πάτασσε… …   Dictionary of Greek

  • τρωγλοδύω — και τρωγλοδύνω Α (μόνον ο τ. μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ τρωγλοδύνων (για ποντικό) αυτός που γλιστρά κλεφτά σε τρώγλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική ονομ. ποντικού σχηματισμένη από τη λ. τρώγλη και το ρ. δύω / δύνω] …   Dictionary of Greek

  • κλεφτάτα — και κλεφτά επίρρ. τροπ., βιαστικά και πρόχειρα: Έφαγε κλεφτάτα κι έφυγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”